- μνημείου
- μνημεΐου , μνημεῖονmemorialneut gen sg (ionic)μνημεί̱ου , μνημεῖονmemorialneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
επιτύμβιος — Οποιοδήποτε σήμα τοποθετείται πάνω σε τύμβο ή τάφο για να κρατά ζωντανή τη μνήμη εκείνων που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από αυτόν. Η χρήση του ε. χρονολογείται από τους ομηρικούς χρόνους. Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας τρόπος δηλωτικός της… … Dictionary of Greek
στόουνχεντζ — (Stonehenge). Τοποθεσία της νότιας Αγγλίας (κοντά στο Σόλσμπερι) όπου σώζονται ακόμα τα ερείπια ενός από τα πιο επιβλητικά μεγαλιθικά μνημεία της προϊστορικής εποχής. Η δομή του μνημείου αυτού είναι αρκετά περίπλοκη και δείχνει πολλές φάσεις… … Dictionary of Greek
Βρούτος, Γεώργιος — (Αθήνα 1843 – 1908). Γλύπτης. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα με δάσκαλο τον Ιωάννη Κόσσο. Από το 1866 έως το 1873 μαθήτευσε στη Ρώμη, στη σχολή του Κανόβα. Το 1883 διαδέχτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών τον Λεωνίδα Δρόση και δίδαξε… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek
Θράσυλλος ή Θράσυλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος στρατηγός του Πελοποννησιακού πολέμου (5ος αι. π.Χ.). Το 411 π.Χ. νίκησε, μαζί με τον Θρασύβουλο, τους ολιγαρχικούς στη Σάμο και εγκατέστησε το δημοκρατικό πολίτευμα. Το ίδιο έτος νίκησε, πάλι … Dictionary of Greek